Το πορτρέτο

2017-06-04

Το πορτρέτο

Μύρωνας μάγιως Παβένος

«Τι ωραίο που είναι το πορτρέτο μέσα στο κάδρο»,

Αναφωνούσαν, τραβώντας το μεταξωτό λευκό ύφασμα, σαν φθινοπωρινός χιτώνας λουομένου να αποχαιρετά το σώμα, πέφτοντας, ανάλαφρα στο ξύλινο δάπεδο, μιας φωτισμένης και κατάμεστης από κόσμο, αίθουσας.

Έκανε καιρό να βρει, κάδρο, αντάξιο του, -ένας- και το πλήρωσε αδρά, για να εντυπωσιάσει περισσότερο, για ένα πίνακα που έδειχνε έναν νέο γυμνό, και το τοποθέτησε, -με σέβας- δίπλα σε ένα αρχαίο ελληνικό γλυπτό, σαν σε αντιπαράθεση.

- αφού δεν είχε ιδέα ο ίδιος από τέχνη-.

Την παραγγελία, την έκλεισε ένας φίλος του, μελαψός Αιγύπτιος, από ένα σπάνιο ξύλο λέει, που φυτρώνει, μέσα στο νερό του αιώνιου Νείλου   - και απ'το σημείο που πνίγηκε ο Αντίνοος- ! ώστε να δείχνει γεμάτο, πλούσιο, να τονίζει το θέμα, δίνοντας, στον πίνακα, μια διάσταση, της νεότητας, διαφορετικής, μυστήριας, το βάθος της προοπτικής και της αιωνιότητας.

Αφού το διέδωσε, ώστε να κερδίσει το ενδιαφέρον του κοινού,

και το διαφήμισε πολύ, έκανε τα αποκαλυπτήρια, κατά την βραδινή ώρα, όπως συνηθίζεται, με την βοήθεια δυο - τριών πιστών φίλων του, με επίσημη ενδυμασία, μάζεψε τον απαραίτητο κόσμο -με χρήματα- ώστε να μην δείχνει, ότι η παράσταση, είναι επιπέδου χαμηλού, κέρασε άφθονη σαμπάνια πάνω σε καλογυαλισμένος ασημένιους δίσκους που διαστρέβλωνε κάθε πρόσωπο που τους κοιτούσε και ξεκίνησε με μακρόσυρτες εναρκτήριες ομιλίες, όταν ο μπουφές κολάκευε τους επισκέπτες.

Πήγα στην έκθεση -του-, τυχαία, απρόσκλητος και μπερδεμένος μέσα στον κόσμο που κουτσομπόλευε, αριστερά δεξιά, ακούγοντας και γω, κρυφά, την ιστορία του ιδιαίτερου πίνακα.

Για μια στιγμή, έμεινα ακίνητος, σε μία γωνιά, πίσω από έναν περίτεχνο κότσο, κάποιας κυρίας, που μιλούσε αργά και μόνη, σαν τα τελευταία λόγια σε κάποιο άγνωστο νοσοκομείο πόνου, σαν κατάλαβα ότι ο φίλος του, ο Αιγύπτιος, ένας γεροδεμένος Λιβανέζος, με βλέμμα γεμάτο υποσχέσεις, έμενε κάπου στην Βικτώρια, θυμήθηκα πως συχνάζει σε κάτι μαγαζιά, όπως και γω, τριγύρω της πλατείας, που πάνε άνθρωποι της πιάτσας.

Δεν έμεινα πολύ, όχι γιατί φοβήθηκα, μα επειδή δεν άντεχα να βλέπω το φτηνό ξύλο, να αγκαλιάζει, εκείνον τον πίνακα, που πιθανόν ήταν κλεμμένος, για άλλη μια φορά έπνιξα τη φωνή, ποιος θα με πίστευε, σαν έβλεπα τις κόρες των ματιών τους, πως γυάλιζαν έκθαμβες και ποιο σκοτεινές κατεβαίνοντας στο έρεβος και η ώρα περνούσε, με το θαύμα και το φως των πολυελέων, που τύφλωνε . 

Νευρικά πήγα σπίτι και άρχισα να ζωγραφίζω, να γράφω με βία σε ένα τελάρο που και εγώ είχα βρει στα σκουπίδια ... Το πορτρέτο, το θέλω γυμνό, σαν την αλήθεια που κρύβετε στην στιγμιαία έμπνευση, ενός ακαριαίου θανάτου, ή από το πήδημα μιας κραυγής που ξεσπά, ξεκινώντας από ένα αθώο κλάμα ενός νεογέννητου, μέσα από μια ζωντανή αιμορραγία και σκέψεις περιττές, περιττές απ τα ρούχα των ανθρώπων, και το ματαιόδοξο ψέμα τους. 

Μια ηχώ σταγόνων νερού καθαρού γεμάτο ελπίδα πέφτει με τρόπο ιαμβικό, έξω από της σκουριασμένες σωλήνες πολυκατοικίας Αθηνών, του 40. Άσπιλο σαν την αλήθεια που προχωρά αγέρωχα στην λήθη μαζί με τα ανέγγιχτα αρχέγονα, χείλη του πίνακα, που σε κανέναν δεν εξομολογήθηκαν το πάθος τους, σαν τα κοιτούν αυτοί και στρέφονται, μπροστά του.

Μ.μ.Π

Ευχαριστούμε για την ανάγνωση

e-la-theatro.gr Υπερήφανος χορηγός επικοινωνίας

Βρείτε μας στο Facebook