Dodo - Πάνος Κούτρας και το duende του ελληνικού σινεμά
Το Dodo του Πάνου Κούτρα δεν είναι μια απλή ταινία· είναι ένα αλλόκοτο παιχνίδι με τους κανόνες της πραγματικότητας.

Το Dodo δεν είναι απλώς μια ταινία· είναι μια παράδοξη τελετουργία, ένα παραισθησιογόνο δείπνο στο οποίο τα πιάτα σερβίρονται με σειρά ανατροπής.
Ο Κούτρας καταφέρνει να προσφέρει ένα μπουκέτο χαρακτήρων που κινούνται στα όρια του φαιδρού και του τραγικού, σαν να στέκουν διαρκώς σε μια αόρατη σκηνή, όπου το πραγματικό και το παράδοξο συνομιλούν ειρωνικά.
Το μυστηριώδες πτηνό, dodo, γίνεται το φάντασμα μιας συλλογικής ενοχής και ταυτόχρονα η αφορμή για να εκτεθούν τα πρόσωπα γυμνά μπροστά στη δική τους "πραγματικότητα".
Εδώ, το dodo αγγίζει το duende του Λόρκα: εκείνο το άφατο, σκοτεινό ρεύμα που σέρνει τον καλλιτέχνη και τον θεατή στον βυθό του συναισθήματος.
Στο φιλμ, το duende δεν φανερώνεται μέσα από μελοδραματικές κορυφώσεις· αντίθετα, υπονοείται στις παύσεις, στα βλέμματα που διαρκούν μισό δευτερόλεπτο παραπάνω, στις στιγμές που η κωμωδία διαρρηγνύεται και η αλήθεια, σχεδόν απειλητική, διαπερνά το πανί.
Οι ερμηνείες του καστ είναι κοφτερές, ζουμερές, με την ικανότητα να σχίζουν το πανί και να φτάνουν κατευθείαν στον θεατή.
Οι ηθοποιοί μοιάζουν να κρατούν τον ρόλο όχι σαν μάσκα αλλά σαν καθρέφτη: άλλοτε γελοιοποιούνται, άλλοτε εκτίθενται, πάντα όμως μένουν αληθινοί.
Το κάστ λειτουργεί σαν ένα σύνολο που πάλλεται ανάμεσα στο χάος και την ανάγκη για συνοχή – κι αυτή η ένταση δίνει στην ταινία τη ραχοκοκαλιά της.

Η φωτογραφία είναι από τις πιο δυνατές στιγμές του φιλμ. Φως και σκιά δεν είναι απλά τεχνικές λεπτομέρειες αλλά ψυχολογικά εργαλεία. Οι χώροι φωτίζονται σαν να κρύβουν μυστικά, οι σκιές αποκτούν δική τους προσωπικότητα. Είναι μια εικόνα που δεν απλώς συνοδεύει, αλλά ερμηνεύει.
Το πιο ενδιαφέρον όμως με το Dodo είναι η εμπειρία της θέασης.
Ο καθένας βγαίνει από την αίθουσα με διαφορετική αίσθηση, γιατί ο καθένας προβάλλει στο φιλμ τη δική του εσωτερική πραγματικότητα. Με άλλα λόγια, η ταινία δεν λέει σε όλους το ίδιο – κι αυτό είναι το μεγαλύτερο της κατόρθωμα.
Ο Κούτρας δεν φτιάχνει μια "καθαρή" κωμωδία ή ένα δράμα· φτιάχνει έναν καθρέφτη.
Και στον καθρέφτη αυτόν, άλλοτε βλέπουμε τον εαυτό μας γελοίο, άλλοτε σπαρακτικό, αλλά πάντα ανθρώπινο.
Όταν η απώλεια μεταμορφώνεται σε μυστήριο
Ο Πάνος Κούτρας, ο σκηνοθέτης που μας έδωσε ήδη κινηματογραφικά έργα με οσμή μύθου και ειρωνείας, στο Dodo επιλέγει να στήσει μια παράξενη σκηνή οικιακής τελετουργίας, όπου το γέλιο και η σιωπή λειτουργούν σαν δύο πόλοι της ίδιας ψυχής. Η ταινία μοιάζει με όνειρο που δεν θυμάσαι αν ήταν κωμωδία ή εφιάλτης – και ακριβώς εκεί κατοικεί το μυστήριο της.
Το εξαφανισμένο πτηνό, το dodo, γίνεται εδώ το ψυχικό σύμβολο της απώλειας, της ματαιότητας, αλλά και του φαντάσματος που αρνείται να εγκαταλείψει το σαλόνι μας.
Είναι το αόρατο τρίτο πρόσωπο σε κάθε σκηνή, το duende που ο Λόρκα περιέγραφε ως την ακατανίκητη σκοτεινή δύναμη που καθιστά την τέχνη αληθινή. Ο Κούτρας δεν μας το πετάει κατάμουτρα· μας το αφήνει να αναβλύσει μέσα από τις παύσεις, τα άβολα χαμόγελα, τις μικρές ρωγμές στον καθωσπρεπισμό των ηρώων.
Οι ερμηνείες αποτελούν τον πυρήνα αυτής της εμπειρίας.
Ο Άγγελος Παπαδημητρίου, με την χαρακτηριστική του ικανότητα να ισορροπεί ανάμεσα στο γκροτέσκο και το τρυφερό, θυμίζει στιγμές του Peter Sellers: ένας μίμος που ξέρει πότε να καταρρεύσει ψυχαναλυτικά.
Η Μαριέλλα Σαββίδου αποκαλύπτει εκφραστικές εντάσεις που σε στιγμές θυμίζουν τις μεγάλες Ιταλίδες του μεταπολεμικού σινεμά – κάτι από την ωμή αλήθεια της Magnani και κάτι από τη δραματική στόφα της Loren.
Η Ολυμπία Μυτιληναίου στην κινηματογράφηση μετατρέπει τον χώρο σε ψυχικό τοπίο: τα φώτα και οι σκιές αποκτούν υπόσταση συμβόλου, οι γωνίες της κάμερας θυμίζουν πως το βλέμμα δεν είναι ποτέ ουδέτερο. Στιγμές σαν αυτές μπορούν να σταθούν δίπλα στις μεγάλες φωτογραφίες του Vittorio Storaro – όχι λόγω μίμησης, αλλά λόγω της ίδιας ικανότητας να αποτυπώνεται το άρρητο.
Το καστ στο σύνολό του είναι σπάνιας ισορροπίας.
Ο καθένας κουβαλά μια εσωτερικότητα που ξεδιπλώνεται αργά, σαν μυστικό. Η παρουσία του Παπαδημητρίου δεν είναι απλώς ρόλος· είναι μια αναμέτρηση με το ίδιο του το καλλιτεχνικό παρελθόν. Άλλοι, νεότεροι ηθοποιοί, δίνουν στιγμές καθαρού αυθορμητισμού που θυμίζουν τη δροσιά του γαλλικού σινεμά της Nouvelle Vague.
Η ταινία λειτουργεί ψυχαναλυτικά: κάθε θεατής βλέπει στην οθόνη τη δική του οικογένεια, τους δικούς του φόβους, την προσωπική του αμηχανία.
Ο Κούτρας μας παραδίδει έναν καθρέφτη που αντανακλά όχι το αντικειμενικό αλλά το ασυνείδητο. Και σε αυτόν τον καθρέφτη, το dodo δεν είναι πουλί αλλά το άυλο πένθος για όσα χάθηκαν χωρίς να προλάβουν να υπάρξουν.
Με το Dodo, ο Πάνος Κούτρας επιβεβαιώνει ότι δεν είναι απλώς ένας Έλληνας σκηνοθέτης με διεθνή αποτύπωμα.
Είναι ένας δημιουργός που ξέρει να ακροβατεί ανάμεσα στη φάρσα και στην τραγωδία, στο εφήμερο και στο αιώνιο.
Κι αν το duende είναι η αναμέτρηση με το σκοτάδι, τότε το Dodo είναι η αναμέτρηση με την απουσία – και μας αφήνει όλους με την αίσθηση πως η αλήθεια βρίσκεται πάντα στο αστείο που πονάει.
Γράφει ο Ζώης Τριανταφύλλου Σφακιανάκης