Βιβλίο πρακτικής

2018-04-07

 Όλοι θωρακίζουμε την ψυχή μας, άλλος για να κρύψει το τίποτα, άλλος την κόλαση, άλλος κάποιο παράδεισο.  

Βιβλίο πρακτικής 

Μύρων Μάγιος Παβένος

Καλημέρα σας ονομάζομαι M είστε ο κύριος Π ή η κυρία Φ; 

Σας καλώ από μία εταιρεία για μία εκκρεμότητα μην τρομάζετε, όχι οικονομική, λείπουν κάποια χαρτιά για την αίτηση σας. 

 Η σκέψη μου είναι τόπος μαχών. 

Πριν όμως από όλα αυτά ένα όνειρο, σε βρήκα σε ένα καφέ, καθόταν δίπλα σου κάτι άσχημο, δεν μίλησα παρόλο που κάποιες φορές φλυαρώ, έκατσα σιωπηλά στην καρέκλα, δεν αισθανόμουν όμορφα, δυο-τρεις φορές ξέρω κατάπια, η πείνα είναι ότι σου έχει λείψει. 

Παράλληλη σκέψη ένα δικαστήριο αναμένοντας την απόφαση. 

Σου μίλησε λέει στο αφτί, το άσχημο, όπως οι κάνουν οι δικαστές . Η απόφαση ομόφωνη . Η σιωπή. 

 Ήταν μία φοβερή σιωπή, ανάμεσά μας, εξακολουθούσε δίπλα σου να παραμένει το άσχημο, κάποια στιγμή πήγα να σηκωθώ και μου λες, Μύρωνα, να, καταλαβαίνεις, εγώ... εκεί κάπου ξύπνησα. 

 Ναι , πάντα καταλάβαινα, ίσως εκεί οφείλεται η μοναξιά μου. Γιατί βλέπω πολλούς ζευγαρωμένους που ένας δεν καταλαβαίνει στον άλλον αλλά μένουν, μαζί. 

Δεν ξέρω αν είναι η ανάγκη τους, τελικά, δεν ξέρω τίποτα, έφυγα από το σπίτι έχοντας στο νου μου μία φράση του Πλούταρχου που λέει "Άγιε βασιλεύ Λακεδαιμονίων" έπρεπε να πάω ήρεμος στη δουλειά έπρεπε να είμαι πάντα ήρεμος για να καταλάβω, για άλλη μία φορά. Πάντα πρέπει, και στο μυαλό μου, κάποια μπερδεμένα σου λόγια, και πάλι το πρέπει, και εγώ να προσπαθώ, αυτό όμως δεν το ξέρεις . Ήθελα να στο δείξω σε αυτό το όμορφο ξέφωτο, απέναντί απ την Ακρόπολη, εκείνη την ώρα πετάχτηκαν αυτοί οι τουρίστες, καταραμένοι άνθρωποι, πράγματα που δεν ξέρουν οι ντόπιοι τα γνωρίζουν οι τουρίστες και βέβαια φυτρώνουν εκεί που δεν θες να τους δεις. 

 Ξεκίνησα να λέω ποιος φταίει, πάντα κάποιος φταίει. Το όνειρο; Οι τουρίστες; Η αμηχανία; Κάποια στιγμή συνειδητοποίησα πως στο σπίτι ο μοναδικός καθρέφτης που έχω είναι στο μπάνιο, ένας χώρος που δεν συχνάζω ιδιαίτερα μόνο για τα αναγκαστικά απαραίτητα. Μάλλον δεν θέλω να βλέπω τον εαυτό μου στον καθρέφτη για να μην βλέπω τελικά ποιος είναι ο φταίχτης. Κάποιοι σκοτώνουν μύγες, δεν φοβάμαι τις μύγες, αυτές πηγαίνουν στα σκατά.

 Άντε, αν δεν προσέξεις να σου κάνουν κάποια μόλυνση, άλλο φοβάμαι, τους σκορπιούς, είναι πιο επικίνδυνοι. Ένας από αυτούς με τσίμπησε, καθώς περπατούσα αφηρημένος και χαμογελαστός, κάπου σε κάποιο λόφο έχοντας ένα χαμομήλι στο στόμα, τότε, όλα τα παθαίνεις , εκεί στον γκρεμό ήρθε το δίλημμα στο αν θα σφίξω την ζώνη, κόβοντας την ροή του αίματος, ώστε να κερδίσω χρόνο για θεραπεία ή να το αφήσω να λεηλατήσει το σώμα. Όσο το σκέφτομαι δεν μπορώ να το αποτρέψω δεν είναι στο χέρι μου δεν μπορώ να αναγκάσω. Η ζώνη χαλαρώνει. 

 Το δηλητήριο είναι πια στο αίμα κάνει αυτό που ξέρει να κάνει, να καταστρέφει, ιστούς ζωτικά όργανα μνήμη . το τέλος ορίζεται ως σημείο που η καρδιά δεν χτυπά πλέον . δεν το δέχομαι, δεν έχει ειπωθεί κάτι για να τελειώσει. Έξω από το βαγόνι του αποχαιρετισμού, το ένα πόδι δεν πρόλαβε να βι-δωθει, το φιλί ήταν ξυστά στα χείλη, το πιο σκληρό πόδι, το ατραυμάτιστο , τράβηξε το άλλο που έμενε ακίνητο, να ανέβουν τις σκάλες του υπόγειου. Ο Οθέλος με συμβούλεψε να μην ακολουθήσω το παράδειγμά του. 

 Από την πλατεία βάθη στην Καλλιθέα στα Πετράλωνα κι από κει στο πρώτο νεκροταφείο για να καταλήξω στον Κολωνό, τελικός προορισμός αφού είδα τον έκπτωτο Άγγελο ή αλλιώς τον Ίκαρο στην πλατεία Καραϊσκάκη έπειτα πετάχτηκα, σε μια άλλη πλατεία, την κεντρική των Εξαρχείων να δω ένα σύνθημα που κάποιος έγραψε "καληνύχτα". Μήνυμα - Τώρα πας σπίτι; - Θα παίξει χάμπουργκερ.. Και μετά σπίτι να βγάλω τα μάτια μου. Στο σπίτι μάζεψα τα στεγνά ρούχα από τα σχοινιά. Ο καιρός γίνεται όλο και πιο ζεστός, αυτό απέξω ας μη ρωτάμε τι γίνεται μέσα. Το αποτέλεσμα είναι ότι τα ρούχα πια στεγνώνουν γρήγορα. Ευτυχώς όταν απλώνω τα ρούχα μου τις μπλούζες τις απλώνω ανάποδα ώστε όταν τις φοράω σωστά και τα χρώματα να μην αλλοιωθούν , είναι ευαίσθητο χρώμα το μαύρο, όσο και αν αυτό είναι πάντα, απόμακρο από όλα τα άλλα χρώματα. Μου έρχεται να κάνω εμετό. Πήρα τα χάπια μιλάμε πάντα στον πληθυντικό αριθμό, όταν μιλάμε για φάρμακα, ένα κολλύριο που σε λίγο κλείνω δώδεκα μήνες, κάνοντας παρέα μαζί του. Έβαλα στο ίντερνετ μία χαρούμενη μουσική να δημιουργεί μία κινηματογραφική ειρωνεία με όλα αυτά. 

Στη δουλειά, σε ένα διάλειμμα, διάβασα σε κάποιες φίλες μου ένα κείμενο, φοβάμαι ότι θα μπει σε κάποιο συρτάρι και θα περιμένει τον αποστολέα σε μία πόρτα που δεν ανοίγει πια. Μπήκα στο μπάνιο, ναι εκεί έχω τον μικρό καθρέπτη, συνάντησα την ενοχή, ήταν μαζί με τον υπαίτιο, σε ένα πρόσωπο, πήρα την ξυριστική μηχανή και θέρισα τα μαλλιά. Κοίταξα τον εαυτό μου στον καθρέπτη να σε δω μέσα στα μάτια μου , άκουσα μόνο μια φωνή να πνίγεται , σαν βούρκωνα, ήταν η ανάγκη να είσαι δίπλα μου , και πως φοβάμαι πως με ένα μήνυμα όλα ξεκίνησα και με ένα μήνυμα όλα θα τελειώσουν .

 Όλοι θωρακίζουμε την ψυχή μας, άλλος για να κρύψει το τίποτα, άλλος την κόλαση, άλλος κάποιο παράδεισο. Είναι αργά, μια συνάδελφος μου είπε αν μπορώ να τις πάρω έναν καφέ, της είπα να μου γράψει σε χαρτί υπενθύμισης , πως τον πίνει, πια δεν θυμάμαι τι μου λένε, ούτε ακούω, ούτε συγκρατώ. Περπατώντας κατά μήκος της Πατησίων , όταν πια όλα θόλωναν , τρύπωσα σε ένα στενό , ώστε ούτε να με βλέπουν ούτε να με ακούνε . οδός Καμύ. Στο σπίτι. Έχω κάτι πράσινες κάλτσες μια τρύπα είναι στην η αριστερή κάλτσα, στο σημείο που είναι το μεγάλο δάχτυλο, από εκεί θα μπουν τα νερά, σκεπτικά χωρίς να κάνω προσπάθεια να κλείσω την τρύπα, για το επικείμενο ναυάγιο, όπου κάποια όμορφη λέξη η φράση ή πρόταση θα διασωθεί, σαν μια σανίδα σωτηρίας, και σε πια ακρογιαλιά θα βγω τώρα, ούτε που με ένοιαζε, η υπόθεση της οδύσσειας, το ταξίδι του κανένα. 

Η μνήμη, πού σιγά σιγά σκοτεινιάζει, και κανένα φανάρι στον δρόμο, πράσινο ναι, ας πούμε για την πράσινη κάλτσα, ασυνήθιστο χρώμα για μένα, τις φόρεσα στον ύπνο μου. «Δεν μπορώ να κρατήσω τα μάτια μου άλλο ανοιχτά», κάνοντας με να νιώσω ξένος, που δεν μπόρεσαν, σαν τότε που μου είπαν, σε εκείνο το ξένο σπίτι να δώσω ένα όνομα στον σκύλο τους, τον ονόμασα Μάρκο, -το υιοθέτησαν -το όνομα δεν ήταν τυχαίο. Όταν έφυγα έμαθα ότι τον έδιωξαν, δεν μπόρεσαν να το κρατήσουν, τώρα δεν έχει όνομα τώρα είναι άλλο ένα αδέσποτο. 

Αυτό για την ιστορία, αυτό γιατί λέει σήμερα είναι παγκόσμια ημέρα αδέσποτων, ίσως να γιορτάζω και εγώ. Έκλεισα το φως. "αι τύχαι δε, όπως αν ο δαίμων διδώ, πάρεισι" 

Υ Γ Έπαιξαν οι πεταλούδες πάνω απ' τον άγριο, γκρεμό, εκεί στο απάνεμο μέρος, φέραμε το περιστέρι και το σπουργίτι, θυμάσαι που θύμωσε η άμμο γιατί δεν κατάφερε μας θάψει, ούτε αυτή ούτε ο χρόνος ούτε ο άνεμος. Ξεφύγαμε τρέχοντας στην μύτη του κύματος, είδαμε τα βότσαλα και τα πετρώματα, σαν η αλμύρα έκανε υποχώρηση για την επόμενη επίθεση. Εκεί που ο ουρανός ενώνεται με την γη. Εκεί που η θάλασσα με την στεριά. Εκεί που κάτσαμε στο ηλιοβασίλεμα και το ονομάσαμε ανατολή, γιατί τα νερά δεν το δέχτηκαν ούτε ο ουρανός ούτε η γη ούτε εμείς, μα ούτε και η μαρίνα που με τον αγκώνα της προστατεύει το χαμόγελο απ τα κύματα. Δύο καφάσια και πάνω τους μια τάβλα, το παγκάκι. Αγάπα την μοναξιά αγάπα την απόρριψη για να φύγουν και αυτές. Αυτό που λένε οι άνθρωποι, σκάλες τις ανεβήκαμε, σαν να δίπλωνες το βιβλίο, κάθε σελίδα και ένα σκαλοπάτι, πού δεν έδινε μακρινό, να οδήγηση τα χέρια να ακουμπήσουν την πληγή, για την στιγμή της φωτογραφίας να παγώσει αυτό που πια τίποτα δεν θα μπορεί να λιώσει, να φθείρει μόνο αν ξεχαστεί. Άλλωστε αυτός είναι ο θάνατος. Η απώλεια της μνήμης. Εγώ φτιάχνω τα βότσαλα που πετάτε σαν ευχές μέσα μου, είπε η θάλασσα. Εγώ σβήνω τα ίχνη του παρελθόντος είπε το κύμα. Όροφος είναι ο μονόλογος , ο διάλογος είναι δύσκολος. Θυμάσαι, άλλο ένα κλικ φωτογραφίας; -Θα πέσουμε δεν είναι σκοινί. -Πάμε τότε. Εκεί στο μπαρουτάδικο, αν πας αριστερά στο σιντριβάνι θα είμαι. Αν δεν με σβήσουν. Έως να ξ-ημερώσει. Αυτό είναι μνήμη. -Θες να κατέβουμε ξανά στο μετρό; - Σφραγίσατε μου παρακαλώ το βιβλίο πρακτικής για να πάρω το δίπλωμα. 

 +